- παράφραγμα
- το, ΝΑ [παραφράσσω]1. φράγμα, περίφραγμα κοντά ή γύρω από κάτι, περιφραγμένος τόπος, οχύρωμα2. (για πλοίο) πλευρικό διάφραγμα κατά μήκος τού πλοίουαρχ.1. παραπέτασμα, προφυλακτήρας2. μτφ. όριο φραγμός, εμπόδιο.
Dictionary of Greek. 2013.