παράφραγμα

παράφραγμα
το, ΝΑ [παραφράσσω]
1. φράγμα, περίφραγμα κοντά ή γύρω από κάτι, περιφραγμένος τόπος, οχύρωμα
2. (για πλοίο) πλευρικό διάφραγμα κατά μήκος τού πλοίου
αρχ.
1. παραπέτασμα, προφυλακτήρας
2. μτφ. όριο φραγμός, εμπόδιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παράφραγμα — breastwork on the top of a wall neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφράγματα — παράφραγμα breastwork on the top of a wall neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφράκτης — ο παράφραγμα, κν. φρακτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραφράσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ἀκρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”